- κολακευτικός
- -ή, -ό (AM κολακευτικός, -ή, -όν) [κολακεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.)2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει, κόλακας, γαλίφης («ὁ μὲν χρηστός... εὐθὺς ἀνατέτραπται... ὁ δὲ κολακευτικώτερος καὶ πρὸς τὰς τοιαύτας κακοηθείας πιθανώτερος εὐδοκιμεῖ», Λουκιαν.)νεοελλ.επαινετικός, τιμητικός («αυτά που μού είπε δεν ήταν καθόλου κολακευτικά για σένα»)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακευτική (ενν. τέχνη)η κολακεία.επίρρ...κολακευτικός και -ά (AM κολακευτικῶς)1. με κολακεία, με κολακευτικό τρόπο2. επαινετικά, τιμητικά.
Dictionary of Greek. 2013.